- αγραφία
- Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει χάσει την ικανότητα της σύνδεσης των γραμμάτων σε λέξεις ή παραλείπει ή μεταθέτει ορισμένες συλλαβές κατά το γράψιμο. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον o ασθενής δεν παρουσιάζει άλλες διαταραχές, μιλάμε για καθαρή α. Το κέντρο αντίληψης που βρίσκεται στη μετωπιαία έλικα του εγκεφάλου διαταράσσεται σε περιπτώσεις επιληψίας ή και ισχυρής ψυχολογικής πίεσης (στρες). Η α. συνήθως συνυπάρχει με την αφασία, την απραξία και την αγνωσία. Στις περιπτώσεις που η α. αναφέρεται σε ανικανότητα γραφής μουσικών σημείων, λέγεται μουσική α. Την α. μελετούν τόσο η σύγχρονη ψυχογλωσσολογία όσο και η νευροψυχοπαθολογία.
* * *η (Μ) [ἄγραφος]1. η αδυναμία να απεικονίσει ή να παραστήσει κανείς κάτι2. Ιατρ. σύμπτωμα αφασικής διαταραχής τού λόγου, κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να εκφράσει γραπτώς τη σκέψη του.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερητικό + γράφω, πρβλ. γαλλ. agraphie].
Dictionary of Greek. 2013.